- κρινόεις
- κρινόεις, -εσσα, -εν (Α)1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρίνου, λευκός2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρινόειςόνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα -(ό)εις (πρβλ. καμπυλ-όεις, κυκλ-όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.